υληουργός

υληουργός
-όν, Α
(ποιητ. τ.) βλ. υλουργός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υλουργός — και ὑληουργός, όν, Α 1. αυτός που κατεργάζεται ξύλα 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὑλουργός και ὑληουργός ξυλουργός ή υλοτόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + ουργός (< ἔργον*)] …   Dictionary of Greek

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • ὑληουργοί — ὑ̱ληουργοί , ὑληουργός masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”